- αβεβήλωτος
- αβεβήλωτος , -η, -ο1) святой, священный;2) неоскверненный;ΦΡ.μνήμη αβεβήλωτη — светлая память (о ком-либо)
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
αβεβήλωτος — η, ο [βεβηλώνω] (για τόπο) αυτός που δεν βεβηλώθηκε … Dictionary of Greek
αβεβήλωτος — η, ο αυτός που δε βεβηλώθηκε, δεν έπαψε να είναι ιερός: Και στις σκληρότερες συγκρούσεις τα ιερά του αντιπάλου πρέπει να μένουν αβεβήλωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)